οκτώ

οκτώ
και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ)
άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών επτά («ἔνθα δ' ἔσαν στρουθοῑο νεοσσοί, νήπια τέκνα,... ὀκτώ, ἀτὰρ μήτηρ ἐνάτη ἦν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. (για χρονολογίες και για ώρες επέχει τη θέση τακτικού αριθμητικού) ο όγδοος (α. «οκτώ Μαΐου» — η όγδοη ημέρα τού μήνα Μαΐου
β. «είναι οκτώ παρά πέντε» — είναι η όγδοη ώρα παρά πέντε πρώτα λεπτά)
2. (το ουδ. συν. με αρθρ. εν.) το οκτώ
καθετί αριθμημένο με τον αριθμό οκτώ (α. «το οκτώ κάθισμα» — κάθισμα το οποίο έχει τον αριθμό οκτώ
β. «το οκτώ σπαθί» — χαρτί τής τράπουλας το οποίο φέρει οκτώ φορές το σύμβολο τού σπαθιού)
3. φρ. α) «σήμερα οκτώ» — μια εβδομάδα πριν από σήμερα
β) «αύριο οκτώ» — μια εβδομάδα μετά από σήμερα
γ) «τη Δευτέρα οκτώ» — μετά από μια εβδομάδα αρχίζοντας τη μέτρηση από την Τρίτη
δ) «κάθε οκτώ» — κάθε οκτώ ημέρες
αρχ.
παροιμ. φρ. «πάντα οκτώ» — λεγόταν σχετικά με τις υποτιθέμενες οκτώ σφαίρες τού ουρανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ λ. για τον αριθμό 8 *oktō(u) και συνδέεται με λατ. octo, αρχ. ινδ. astā, astau, αβεστ. ašta, ιρλδ. ocht, λιθουαν. o-štuo-ni, γοτθ. ahtau. Οι αρχ. ινδ. τ. οδηγούν στην υπόθεση ότι η λ. αποτελούσε αρχικά δυϊκό αριθμό. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο τ. ὀχτώ προήλθε με συγκοπή από *okitō. Ο βοιωτ. τ. ὀκτό έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το δύο: δύω, ο ηρακλεωτικός τ. hοκτώ με δασεία αναλογικά προς τα ἕξ, ἑπτά, ενώ το ηλειακό ὀπτώ με -π- κατά το ἑπτά. Ο νεοελλ. τ. οχτώ έχει σχηματιστεί με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -κ- σε διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω, κτύπος: χτύπος). Η λ., τέλος, απαντά ως α' συνθετικό με τις μορφές ὀκτω- και ὀκτα-. Ο τ. ὀκτω- είναι αρχαιότερος, αλλά η πιο συνηθισμένη μορφή είναι το ὀκτα- αναλογικά προς το ἑπτα- (πρβλ. εξα-). Για τους τ. με ηχηρά κλειστά σύμφωνα -γδ
βλ. όγδοος, ογδοήκοντα.
ΠΑΡ. οκτάς / -άδα, οκτάκις
αρχ.
ο
κτασσός, οκταχώς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό οκτα-) οκτάγωνος, οκταδάκτυλος, οκτάεδρος, οκταετηρίς / -ίδα, οκταετής, οκταήμερος, οκτάκλινος, οκτακόσιοι, οκτάμετρος, οκτάμηνος, οκτάπηχυς, οκταπλάσιος, οκτάπλευρος, οκτάπους, οκτάσημος, οκτάστιχος, οκτάστνλος, οκτάσφαιρος, οκτάτευχος, οκτάτομος, οκτάτροπος, οκτάχορδος, οκτάχρονος
αρχ.
οκτάβλωμος, οκταγράμματος, οκτάδραχμος, οκτακαιεικοσαέτης, οκτάκερκις, οκτάκνημος, οκτακότυλος, οκτάκωλος, οκτάλοβος, οκταλοχία, οκταμερής, οκτάξεστος, οκταπάλαιστος, οκτάπεδος, οκτάπλεθρος, οκταπόδης, οκταπτέρυγος, οκτάραδδος, οκτάρουρος, οκτάρριζος, ο
κτάρρυμος, οκτασκελής, οκτασσαριαίος, οκταστάδιος, οκτάτονος, οκτάτροπος, οκτήρης
αρχ.-μσν.
οκτάειδος
μσν.
ο κτάβιβλος, οκτάγλωσσος, οκτάζυξ, οκτακίονος, οκτάκογχος, οκταούγκιον, οκτάπορος
μσν.- νεοελλ.
οκτασέλιδος, οκτασύλλαβος
νεοελλ.
οκτακόρυφος, οκταμελής, οκτάστηλος, οκτάφωνος, οκτάωρος. (Α' συνθετικό οκτώ-) αρχ. οκτώβιβλος, οκτώβολος, οκτωδάκτυλος, οκτωετηρίς, οκτωετία, οκτωκαίδεκα, οκτώμηνος, οκτωπάλαιστος, οκτώπηχυς, οκτώρουρος, ο κτωστάδιος
αρχ.-μσν.
οκτώπους
μσν.- νεοελλ.
οκτώηχος. (Β' συνθετικό) δεκαοκτώ, εικοσιοκτώ
αρχ.
δεχοκτώ, εξηκονταοκτώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οκτώ — και οχτώ αριθμ. απόλυτο που δηλώνει ποσότητα 8 μονάδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀκτώ — eight indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • οκτάζυξ — ὀκτάζυξ, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που αποτελείται από οκτώ ζυγά, από οκτώ ζεύγη, που διαιρείται σε οκτώ λωρίδες, σε οκτώ σειρές («ὀκτάζυγος οἴμου» δρόμου που αποτελείται από οκτώ λωρίδες, Παύλ. Σιλεντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ζυξ (<… …   Dictionary of Greek

  • οκταπλός — και οχταπλός, ή, ό και οχταπλούς, ούν (Α ὀκταπλοῡς, οῡν και όος, όον, θηλ. και ὀκταπλῆ) 1. αυτός που αποτελείται από οκτώ μέρη 2. αυτός που είναι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή οκτώ φορές περισσότερος, ο οκταπλάσιος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται οκτώ… …   Dictionary of Greek

  • οκτάδραχμος — ὀκτάδραχμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βάρος ίσο με οκτώ δραχμές ή αυτός που αξίζει οκτώ δραχμές 2. αυτός που έχει το προνόμιο να πληρώνει μόνο οκτώ δραχμές ως κεφαλικό φόρο 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀκτάδραχμος φόρος οκτώ δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”